χοίνιξ

χοίνιξ
η / χοῑνιξ, -ικος, ΝΑ
(στην αρχαία Ελλάδα) μονάδα μέτρησης τής χωρητικότητας σιτηρών και ξηρών καρπών που ισοδυναμούσε στην αρχή με τέσσερεις κοτύλες και αργότερα με έξι, δηλαδή με 787 περίπου γραμμάρια («χοῑνιξ σίτου δηναρίου, και τρεῑς χοίνικες κριθῆς δηναρίου», ΚΔ)
αρχ.
1. το καθημερινό σιτηρέσιο στρατιώτη («ἡ γὰρ χοῑνιξ ἡμερήσιος τροφή», Διογ. Λαέρ.)
2. η καθημερινή τροφή τών δούλων («πλέον δυοῑν σοι χοινίκων ὁ δεσπότης παρέχει», Μέν.)
3. (γενικά) τα αναγκαία για την καθημερινή συντήρηση, ο άρτος ο επιούσιος («ὅς κεν ἐμῆς γε χοίνικος ἅπτηται», Ομ. Οδ.)
4. είδος ξύλινης ή μεταλλικής ποδοκάκκης, στην οποία έβαζαν τα πόδια για βασανισμό («αἱ κνῆμαι δὲ σου βρῶσιν ἰοὺ ἰού, τὰς χοίνικας καὶ τὰς πέδας ποθοῡσαι», Αριστοτ.)
5. κοίλωμα ή θήκη για τη στρόφιγγα θύρας
6. παροιμ. «ἐπὶ χοίνικος [ή ἐπὶ χοίνικα] καθῆσθαι [ή καθέζεσθαι]» — λεγόταν για κάποιον που ζούσε αμέριμνα, χωρίς να νοιάζεται για τις ανάγκες τού αύριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης προέλευσης. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η λ. ανάγεται στη ρίζα *gheu- τού ρ. χέω* και έχει σχηματιστεί μέσω ενός τ. *χου-ν-ικ- < *χου-νᾶ- (από την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας με επίθημα -νᾱ) με σημ. «κατάθεση, καταβολή, χύσιμο» με αφομοιωτική τροπή τού -ου- σε -οι- μπροστά από το -ι-. Η λ. χοῖνιξ θα πρέπει να δήλωνε αρχικά ένα είδος δοχείου, αγγείου, και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το μέτρο χωρητικότητας, καθώς και άλλα αντικείμενα λόγω τού μεγέθους και τού σχήματός τους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χοῖνιξ — choenix fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Хойник — (Χοΐνιξ) древнегреческая мера сыпучих тел, упоминаемая уже у Гомера, который X. определяет количество зерна, необходимое для пропитания одному человеку на день; тот же паек на человека принимает и Геродот, измеряя X. количества хлеба, которое… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ημισυχοίνιξ — ἡμισυχοῑνιξ και ἡμιχοῑνιξ, ἡ (Α) μισή χοίνιξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμισυς + χοίνιξ «μέτρο χωρητικότητας σιτηρών και ξηρών καρπών»] …   Dictionary of Greek

  • ημιχοίνιξ — ἡμιχοῑνιξ, ἡ (Α) μισή χοίνιξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + χοίνιξ «μέτρο χωρητικότητας ξηρών προϊόντων»] …   Dictionary of Greek

  • ομοχοίνιξ — ὁμοχοῑνιξ, ικος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που μοιράζεται με άλλον τον ίδιο χοίνικα, δηλ. που παίρνει το ίδιο μερίδιο με άλλον («οὐ μόνον ὁμεστίους, οὐδὲ ὁμοροφίους, ἀλλὰ καὶ ὁμοχοίνικας καὶ ὁμοσίτους τῷ πᾱσαν σέβεσθαι κοινωνίαν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • τριημιχοίνιξ — οίνικος, ὁ, ἡ, Α ένας και μισός χοῖνιξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίημι «ενάμισυ» + χοῖνιξ «μέτρο χωρητικότητας στερεών»] …   Dictionary of Greek

  • χοινίκι — το / χοινίκιον, ΝΑ [χοῑνιξ, χοίνικος] νεοελλ. το σοινίκι αρχ. 1. υποκορ. τού χοῑνιξ 2. όργανο βασανισμού, είδος ποδοκάκκης …   Dictionary of Greek

  • Медимн — (μέδιμνος) основная единица меры сыпучих тел в древней Греции. Более древний, эгинский М., заимствован вместе со всей системой мер и весов из Вавилонии, вероятно, через посредство Финикии и равнялся двум вавилоно финикийским ефам; его 6 я часть… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Unidades de medida de la antigua Grecia — Este artículo o sección necesita ser wikificado con un formato acorde a las convenciones de estilo. Por favor, edítalo para que las cumpla. Mientras tanto, no elimines este aviso puesto el 22 de septiembre de 2011. También puedes ayudar… …   Wikipedia Español

  • LUPINUM s. LUPINUS — apud Horat. l. 1. Ep. 7. v. 23. quid distent aera lupinis: leguminis genus, quod Graeci vett. θέρμον, recentiores γυπηνάριον dicunt, iuxta epitheton Virg. Georg. l. 1. v. 75. tristesque lupini; ab amaritudine, cuius siliqua solet quina vel sena… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”